καλαμποκιά

καλαμποκιά
η [καλαμπόκι]
το φυτό αραβόσιτος*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλαμποκιά — η το φυτό του αραβόσιτου: Μη σπάζεις την καλαμποκιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Балканский языковой союз — Балканский языковой союз  группа языков, принадлежащих к разным ветвям индоевропейской семьи языков, но обнаруживающих значительное и систематическое сходство на фонетико фонологическом, морфосинтаксическом, синтаксическом, лексическом,… …   Википедия

  • καλαμπόκι — Βλ. λ. αραβόσιτος. * * * το 1. το φυτό αραβόσιτος*, κν. αραποσίτι, καλαμποκιά 2. ο καρπός τής καλαμποκιάς, η «κούκλα» 3. καλαμποκάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. kalambok ή ιταλ. calambochi. Κατ άλλη άποψη < τουρκ. kalembek) …   Dictionary of Greek

  • ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”